θετικῆς

θετικῆς
θετικός
fit for placing
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κοντ, Ογκίστ — (August Comte, Μονπελιέ 1798 – Παρίσι 1857). Γάλλος θετικιστής φιλόσοφος, εισηγητής της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Ολοκλήρωσε τις πρώτες σπουδές του στο Μονπελιέ και το 1814 φοίτησε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού. Ωστόσο, μετά τη μάχη στο …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Λιτρέ, Μαξιμιλιέν Πολ Εμίλ — (Maximilien Paul Émile Littré, 1801 – 1881). Γάλλος φιλόσοφος, λεξικογράφος, γιατρός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική και έπειτα φιλολογία και ιστορία, αλλά ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος. Το 1874 εξελέγη μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρλιν, Αιζάια — (Isaiah Berlin, Ρίγα 1909 – Οξφόρδη 1997). Βρετανο λετονός εβραϊκής καταγωγής φιλόσοφος, διπλωμάτης. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου δίδαξε φιλοσοφία την δεκαετία του ’30 και συμμετείχε στην κίνηση της φιλοσοφίας της καθημερινής… …   Dictionary of Greek

  • Ντιράκ, Πολ Άντριαν Μόρις — (Paul Adrien MauriceDirac, Μπρίστολ 1902 – 1984). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε αρχικά στο Μπρίστολ και μετά στο Κέιμπριτζ και το 1933 τιμήθηκε, μαζί με τον Έρβιν Σρέντινγκερ, με το Νόμπελ φυσικής, για τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη της μηχανικής των …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… …   Dictionary of Greek

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”